άσπορος

άσπορος
-η, -ο (AM ἄσπορος, -ον)
εκείνος στον οποίο δεν έχουν σπείρει τίποτε, ο άσπαρτος («άσπορο χωράφι», «άσπορα άρουρα»)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έσπειρε το χωράφι του («ένα χρόνο άσπορος πέντε χρόνια έρημος»)
2. εκείνος που δεν έχει σπέρμα ή σπόρους («άσπορο αβγό», «άσπορα φρούτα»)
αρχ.-μσν.
1. (για φυτά) όποιος αναπτύχθηκε χωρίς να τον σπείρουν, ο αυτοφυής
2. (ειδικά για την ενσάρκωση του Χριστού) αυτός που γεννήθηκε χωρίς σπέρμα («ἄσπορος τόκος», «ἄσπορον γονήν», «ἐν ἀσπόρῳ νηδύι» — πρβλ. «Ἥφαιστος ἄσπορος ἐκ γενετῆτος», Νόνν.)
αρχ.
1. ο άτεκνος, ο στείρος
2. αυτός που εμποδίζει τη σπορά («ἄσπορον... αὐχμόν» — για την ξηρασία, Νόνν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἄσπορος — ἄσπαρτος unsown masc/fem nom sg ἄσπορος unsown masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπόρως — ἄσπαρτος unsown adverbial ἄσπαρτος unsown masc/fem acc pl (doric) ἄσπορος unsown adverbial ἄσπορος unsown masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσπορον — ἄσπαρτος unsown masc/fem acc sg ἄσπαρτος unsown neut nom/voc/acc sg ἄσπορος unsown masc/fem acc sg ἄσπορος unsown neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασποριά — η (AM ἀσπορία) [άσπορος] νεοελλ. η έλλειψη σπόρων, η κακή σοδειά από δημητριακά και όσπρια μσν. η γέννηση χωρίς σπέρμα (η γέννηση του Χριστού από την Παρθένο Μαρία) αρχ. η στειρότητα, η ατεκνία …   Dictionary of Greek

  • βαθύσπορος — βαθύσπορος, ον (Α) βαθιά σπαρμένος, εύφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + σπόρος < σπόρος < σπείρω. (πρβλ. άσπορος, ομόσπορος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • παντάσπορος — ον, Α εξ ολοκλήρου άσπαρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ἄσπορος] …   Dictionary of Greek

  • χερσάσπορος — ἡ, Α (ενν. γῆ) άγονη έκταση, όπου δεν αξίζει να σπείρει κανείς τίποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + ἄσπορος «αυτός που δεν έχει σπαρεί»] …   Dictionary of Greek

  • ἀσπόροις — ἄσπαρτος unsown masc/fem/neut dat pl ἄσπορος unsown masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπόρου — ἄσπαρτος unsown masc/fem/neut gen sg ἄσπορος unsown masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπόρους — ἄσπαρτος unsown masc/fem acc pl ἄσπορος unsown masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”